Λέξη: ύφανση

Σχετικές λέξεις: ύφανση

ύφανση δούμας, ύφανση χαλιών

Συνώνυμα: ύφανση

υφή, πλοκή, υφαντική

Μεταφράσεις: ύφανση

ύφανση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
weaving, weave, texture, woven

ύφανση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tejeduría, tejer, el tejido, teje, de tejer

ύφανση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weben, Weberei, Weben, Webmaschine, Webmaschinen

ύφανση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tissage, tissant, tisser, le tissage, de tissage, tissage de

ύφανση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tessitura, di tessitura, tessere, la tessitura, per tessere

ύφανση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tecelagem, de tecelagem, tecer, tecelagem de, a tecelagem

ύφανση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
het weven, weven, weven van, geweven, weverij

ύφανση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ткачество, ткацкое, ткачества, плетение, сотка

ύφανση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veving, veve, vev

ύφανση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vävning, väva, vävnings, vävningen, att väva

ύφανση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kudonta, kudonnan, kutomakoneet, kutomalla, kudontaa

ύφανση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vævning, væve, vævningen, vævemaskiner

ύφανση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tkaní, tkalcovství, tkací, tkalcovské, tkalcovna

ύφανση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tkactwo, tkania, tkackie, tkanie, weaving

ύφανση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fonás, szövés, a szövés, szövési, szövéssel

ύφανση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dokuma, dokumacılık, örme

ύφανση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ткачі, ткацтво, ткання

ύφανση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gërshetim, endje, thurje, gërshetim i

ύφανση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тъкачество, тъкане, тъкането, тъкачна, изтъкаване

ύφανση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ткацтва, апрацоўка, пано

ύφανση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kangurlind, kudumine, kudumismasinad, kudumise, kudumiseks, weaving

ύφανση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tkanja, tkanje, za tkanje, tkalačka, tkalačke

ύφανση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vefnaður, Weaving, vefnaði, vefa, vefnað

ύφανση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
audimas, audimo, audiniai, pynimas

ύφανση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aušana, aušanas

ύφανση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ткаење, ткаењето, за ткаење, плетење, ткајачкиот

ύφανση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
țesut, tesut, de țesut, țesere, țesutul

ύφανση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tkaní, tkanje, tkanja, tkalski, tkanjem

ύφανση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tkaní, tkanie, tkania, na tkanie, tkáčske
Τυχαίες λέξεις