Спрятаться στα ελληνικά
Μετάφραση: спрятаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρύβομαι, κρύβω, λουφάζω, παραμονεύω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Μεταφράσεις
- автоматически στα ελληνικά - αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα
- антигерой στα ελληνικά - αντιήρωα, αντιήρωας
- беспокоящийся στα ελληνικά - νευρικός, ανήσυχος, αγχώδης, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία
- висеть στα ελληνικά - απαγχονίζω, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Τυχαίες λέξεις
Спрятаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρύβομαι, κρύβω, λουφάζω, παραμονεύω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Μεταφράσεις: κρύβομαι, κρύβω, λουφάζω, παραμονεύω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν