Λέξη: έγκυος

Σχετικές λέξεις: έγκυος

έγκυος η αγγελική ηλιάδη, έγκυος η, έγκυος η μπεζαντάκου, έγκυος 5 μηνών, έγκυος η ηλιαδη, εγκυος 7 εβδομάδων, έγκυος 4 εβδομάδων, έγκυος ονειροκρίτης, έγκυος η μενεγάκη, εγκυος 5 εβδομάδων, είμαι έγκυος

Συνώνυμα: έγκυος

βαρύς, σημαίνων, πλήρης

Μεταφράσεις: έγκυος

έγκυος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pregnant, are pregnant, become pregnant

έγκυος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embarazada, encinta, preñada, embarazadas, embarazo, embarazado, embarazada de

έγκυος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
signifikant, schwanger, bedeutungsvoll, wichtig, schwangere, schwangeren, Schwangerschaft

έγκυος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enceinte, pleine, enceintes, grossesse, enceinte de

έγκυος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gravida, incinta, di gravidanza, in gravidanza, stato di gravidanza, incinto

έγκυος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grávido, prefixo, grávida, gravida, grávidas, gravidez

έγκυος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drachtig, zwanger, zwangere, zwangerschap, zwanger bent

έγκυος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
содержательный, богатый, беременная, беременна, беременны, беременности, беременной

έγκυος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svanger, gravid, gravide, er gravid

έγκυος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
havande, gravid, gravida, är gravid, graviditet, graviditeten

έγκυος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täynnä, raskaana, raskaaksi, raskaana oleville, raskaana olevien, raskaana olevat

έγκυος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gravid, svanger, gravide, er gravid, graviditet

έγκυος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
těhotná, těhotenství, těhotné, březí

έγκυος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brzemienny, ciężarny, w ciąży, ciężarna, brzemienna, ciąży, ciążę

έγκυος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állapotos, terhes, várandós, vemhes, a terhes

έγκυος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gebe, hamile, hamile bir

έγκυος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змістовність, вагітність, багатство, вагітна, вагітною

έγκυος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtatzënë, barrë, shtatzëna, me barrë, mbetur shtatzënë

έγκυος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бременна, бременни, забременеете, бременност, бременната

έγκυος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цяжарная, беременна, зацяжарала

έγκυος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rase, rasedate, rasedatele, rasedad, rasedatel

έγκυος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stvaralački, bremenit, trudna, bogat, trudni, trudnoće, trudne, drugom stanju

έγκυος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
barnshafandi, þunguð, meðgöngu, ólétt, þungaðar

έγκυος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nėščia, nėštumo, pastoti, nėščios

έγκυος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grūta, grūtniecības stāvoklī, grūtniecība, grūtniece, iestājusies grūtniecība, grūtniecību

έγκυος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бремена, бремени, бременост, бремените, забремени

έγκυος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gravi, gravidă, însărcinată, insarcinata, gravide, gravida

έγκυος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
noseča, nosečnost, zanosila, noseči, noseče

έγκυος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plný, plodný, tehotná

Στατιστικά δημοτικότητας: έγκυος

Τυχαίες λέξεις