Ссучить στα ελληνικά
Μετάφραση: ссучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πετώ, πέταγμα, ρίχνω, ssuchit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азербайджанец στα ελληνικά - Αζερμπαϊτζάν, azerbaijani, του Αζερμπαϊτζάν, αζερικών, αζερική
- гляделки στα ελληνικά - ανάβω, φωτίζω, φωτερός, ξανθός, ηδονοβλεψίες, ηδονοβλεψίες δικοί, τα ηδονοβλεψίες
- громыхание στα ελληνικά - σαματάς, κουδουνίζω, πάταγος, μπουμπουνίζω, κραχ, τραντάζω, κροταλίζω, ...
- дыхательный στα ελληνικά - αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή
Τυχαίες λέξεις
Ссучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πετώ, πέταγμα, ρίχνω, ssuchit
Μεταφράσεις: πετώ, πέταγμα, ρίχνω, ssuchit