Λέξη: μοιχεία

Σχετικές λέξεις: μοιχεία

μοιχεία ποινικό αδίκημα, μοιχεία και διαζύγιο, μοιχεία λεξικό, μοιχεία ορθοδοξία, μοιχεία ονειροκρίτης, μοιχεία στα αγγλικά, μοιχεία στην αρχαία ελλάδα, μοιχεία αμαρτία, μοιχεία ετυμολογία, μοιχεία και χριστιανισμος

Μεταφράσεις: μοιχεία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adultery, of adultery
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adulterio, el adulterio, de adulterio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ehebruch, Ehebruch, Ehebruchs, ehebrechen, den Ehebruch
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adultère, l'adultère, d'adultère, un adultère
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adulterio, l'adulterio, dell'adulterio, adulteri
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adultério, o adultério, adultery, adultèrio
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overspel, echtbreuk, van overspel, ontucht
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
адюльтер, прелюбодеяние, измена, супружеская измена, прелюбодеяния, измены
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utroskap, ekteskapsbrudd, hor, ekteskapet, bryter ekteskapet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
äktenskapsbrott, hor, otrohet, äktenskaps
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aviorikos, uskottomuus, aviorikoksen, aviorikoksesta, huorin, aviorikokseen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ægteskabsbrud, utroskab, Hor, Hoer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cizoložství, nevěra, nevěry, smilstvo, cizoložstvím
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cudzołóstwo, zdrada, cudzołóstwa, cudzołóstwem, adultery
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
házasságtörés, házasságtörést, a házasságtörés, házasságtöréssel, házasságtörést követett
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zina, zinayı, zinanın, adultery
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
адюльтер, перелюбство, перелюб, перелюбу
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tradhti bashkëshortore, tradhtia bashkëshortore, kurorën, tradhtia, tradhëti bashkëshortore
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прелюбодеяние, изневяра, прелюбодейство, прелюбодейството, прелюбодействува
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пералюб, пралюбадзейства, распусту, пералюбства, целапажадлівасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
abielurikkumine, abielurikkumise, abielu rikkuda, abielurikkumist, abielurikkumises
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preljuba, brakolomstvo, preljub, preljuba koji, poput preljuba
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framhjáhald, hórdómur, hór, hjúskaparbrot
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svetimavimas, neištikimybė, neištikimybę, svetimavimas įsigalėjo, svetimauja
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laulības pārkāpšana, laulības pārkāpšanu, laulības, laulību, neuzticīgs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прељуба, прељубата, неверство, неверството
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adulter, adulterul, adulterului, preacurvie, de adulter
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prešuštvo, Preljuba, prešuštva, adultery, nečistovanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cudzoložstvo, cudzoložstva, cudzoložstve, cudzoložstvá, cudzoložstvu
Τυχαίες λέξεις