Старина στα ελληνικά
Μετάφραση: старина, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχαιότητα, σε, αγόρι, γέροντας, γέρος, γέρου, γέρο, old man
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бог στα ελληνικά - ίνδαλμα, αφέντης, δημιουργός, λόρδος, άρχοντας, θεός, θεό, ...
- дефицитный στα ελληνικά - σπάνιος, σπάνιων, σπανίζουν, ανεπαρκεία, σπάνιο
- дрожь στα ελληνικά - τρεμούλα, τρεμούλιασμα, τρέμω, ριγώ, ταραχή, τρεμουλιάζω, δόνηση, ...
- жеманный στα ελληνικά - ευγενικός, επιτηδευμένος, καθωσπρέπει, ατσαλάκωτη, ευπρεπή
Τυχαίες λέξεις
Старина στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχαιότητα, σε, αγόρι, γέροντας, γέρος, γέρου, γέρο, old man
Μεταφράσεις: αρχαιότητα, σε, αγόρι, γέροντας, γέρος, γέρου, γέρο, old man