Λέξη: φυσική

Σχετικές λέξεις: φυσική

φυσική ε δημοτικού, φυσική καλλιέργεια, φυσική επιλογή, φυσική β γυμν, φυσική α λυκείου, φυσική α γυμν, φυσική στ δημοτικού, φυσική ε δημοτικού ηλεκτρισμός, φυσική στ δημοτικού φως, φυσική β λυκείου γενικής παιδείας, φυσική β λυκείου, φυσική κατεύθυνσης, φυσική γ λυκείου, φυσική β γυμνασίου, φυσική αγωγή, πανελλήνιες φυσική, φυσική α γυμνασίου

Συνώνυμα: φυσική

φυσιογνωσία

Μεταφράσεις: φυσική

φυσική στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
physics, natural, physical, the natural, native

φυσική στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
física, la física, física de, de física, la física de

φυσική στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
physik, Physik, der Physik, physikalischen

φυσική στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
physique, la physique, de physique, physiques, en physique

φυσική στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fisica, la fisica, di fisica, della fisica, fisica delle

φυσική στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
médico, física, a física, da física, de física, física de

φυσική στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
natuurkunde, fysica, de fysica, de natuurkunde, physics

φυσική στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
физика, физики, физике, Физико, физику

φυσική στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fysikk, fysikken, fysiske

φυσική στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fysik, fysiken, Physics

φυσική στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
fysiikka, vire, fysiikan, Physics, fysiikkaa, fysiikassa

φυσική στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fysik, fysikken, fysikkens, fysiske

φυσική στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
fyzika, fyziky, fyziku, fyzikální, Physics

φυσική στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fizyka, genetyka, fizyk, fizyki, Physics, fizyce, fizykę

φυσική στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fizika, fizikai, a fizika, Physics, fizikában

φυσική στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fizik, Fiziği, Physics, bir fizik

φυσική στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фізика, физика

φυσική στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fizikë, fizikës, fizika, fizike, e fizikës

φυσική στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
физика, физиката, по физика, физиката на

φυσική στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фізіка

φυσική στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
füüsika, füüsikas, füüsikat, füüsika-

φυσική στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fizika, fizici, fizike, fiziku

φυσική στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eðlisfræði, eðlisfræði sem, eðlisfræði til

φυσική στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fizika, fizikos, Physics, fiziką

φυσική στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fizika, fizikas, fizikā, fiziku

φυσική στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
физика, физиката, за физика, Апокрифни

φυσική στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fizică, fizica, fizicii, de fizica, de fizică

φυσική στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fizika, fizike, fiziko, Physics, fizikalno

φυσική στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fyzika, fyziky

Στατιστικά δημοτικότητας: φυσική

Τυχαίες λέξεις