Столкновение στα ελληνικά

Μετάφραση: столкновение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκουντώ, συντρίβω, κρούση, πάταγος, θρυμματίζω, επαφή, κραδασμός, συνάντηση, επίδραση, διαμάχη, συμπλοκή, σπάζω, πέφτω, κύρτωμα, κομματιάζω, προσκρούω, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Столкновение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспорочный στα ελληνικά - αλάθητος, άμεμπτος, άψογος, άμεμπτη, άμοιρη ευθυνών, άμεμπτοι
  • гуманный στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
  • диана στα ελληνικά - Diana, Νταϊάνα, Ντιάνα, την Diana, Αρτέμιδος
  • желающий στα ελληνικά - πρόθυμος, πρόθυμοι, διατεθειμένοι, πρόθυμη, διατεθειμένη
Τυχαίες λέξεις
Столкновение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκουντώ, συντρίβω, κρούση, πάταγος, θρυμματίζω, επαφή, κραδασμός, συνάντηση, επίδραση, διαμάχη, συμπλοκή, σπάζω, πέφτω, κύρτωμα, κομματιάζω, προσκρούω, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή