Строить στα ελληνικά

Μετάφραση: строить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβέλεια, κάνω, εξαναγκάζω, φάσμα, οικοδομώ, κορμοστασιά, ανάστημα, βαθμολογώ, διακυμαίνομαι, βαθμίδα, φτιάχνω, κατασκευάζω, μπόι, κατατάσσω, βαθμός, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Строить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акушерка στα ελληνικά - μαία, μαίας, τη μαία, της μαίας, η μαία
  • выжатый στα ελληνικά - πιέζονται, συμπιέζεται, πιέζεται, συμπιεστεί, συμπιέζονται
  • вымереть στα ελληνικά - γίνομαι, αρμόζω, εξαφανιστεί, εκλείψει, εξαφανίζονται, εκλείψουν, να εξαφανιστεί
  • выполоскать στα ελληνικά - ξεπλένω, ξεβγάζω, ξεπλύνετε, ξεπλύνετε το, ξεπλύνετε καλά, ξεπλύντε
Τυχαίες λέξεις
Строить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβέλεια, κάνω, εξαναγκάζω, φάσμα, οικοδομώ, κορμοστασιά, ανάστημα, βαθμολογώ, διακυμαίνομαι, βαθμίδα, φτιάχνω, κατασκευάζω, μπόι, κατατάσσω, βαθμός, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει