Λέξη: ζύμη

Σχετικές λέξεις: ζύμη

ζύμη για πίτα, ζύμη για πίτες, ζύμη για πίτσα, ζύμη για τάρτα, ζύμη για τυροπιτάκια, ζύμη κουρού, ζύμη για κρέπες, ζύμη για κρουασάν, ζύμη για ψωμί, ζύμη για πίτσα χωρίς μαγιά, πίτσα, ζύμη πίτσας, ζύμη για πιτσα

Συνώνυμα: ζύμη

πολτός, μίγμα, προζύμι, χρήματα, πάστα, κόλλα, ζυμαρικό, φύραμα, αφρός, γλύκισμα, γλυκοζυμαρικά, ένζυμο, βρασμός

Μεταφράσεις: ζύμη

ζύμη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
yeast, dough, pastry, paste, dough is

ζύμη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
masa, pasta, mosca, levadura, la masa, de masa, masa de

ζύμη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hefe, marie, bierhefe, kies, pinkepinke, schaum, backhefe, auswuchtpflaster, kohle, zaster, triebmittel, germ, teig, Teig, Teigs, Teiges, dough

ζύμη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
levain, levure, lie, pâte, la pâte, de pâte, pâte à, pâtes

ζύμη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lievito, pasta, impasto, la pasta, di pasta, pasta di

ζύμη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ansiar, pasta, leveduras, fermento, massa, duvidoso, massa de pão, dough, massa de, de massa

ζύμη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pasta, deeg, beslag, gist, het deeg, neerlegt, van deeg, deeg te

ζύμη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паста, пена, галушка, деньги, дрожжи, масса, закваска, бродить, фермент, тесто, теста

ζύμη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
deig, gjær, deigen, dough

ζύμη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deg, jäst, degen, degens

ζύμη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taikina, raha, hillo, hiiva, hynä, taikinan, taikinaa, dough, taikinasta

ζύμη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dej, gær, dejen, dough, dejens

ζύμη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
těsto, kvasnice, kvasinka, droždí, těsta, těstě, dough, prachy

ζύμη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciasto, szmal, pieniądze, pienisty, forsa, kasa, ciasta, dough, do ciasta

ζύμη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kovász, hullámtaréj, tajték, erjedés, tészta, hab, guba, tésztát, tésztából, tésztához

ζύμη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
maya, hamur, hamuru, hamurun

ζύμη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роки, тісто, паста

ζύμη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
brumë, para, brumi, brumë i, një brumë

ζύμη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мая, тесто, тестото, на тестото, тесто за

ζύμη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цеста

ζύμη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tainas, nuts, pärm, taina, taigna, tainast, taigen

ζύμη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tijesto, kvasci, kvasac, tijesta, se tijesto, za tijesto

ζύμη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
deig, deigið

ζύμη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tešla, mielės, tešlos, tešlą, dough, tešlai

ζύμη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīkla, raugs, mīklas, mīklu, mīklai

ζύμη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тесто, тестото, тестенини, тестото се

ζύμη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
drojdie, aluat, aluatul, aluatului, de aluat, aluat de

ζύμη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kvas, testo, testa, testu, za testo

ζύμη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
droždí, kvasnice, cesto, cesta

Στατιστικά δημοτικότητας: ζύμη

Τυχαίες λέξεις