Супруг στα ελληνικά
Μετάφραση: супруг, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτομο, άνθρωπος, ταίρι, άνδρας, επανδρώνω, ζευγαρώνω, ζευγάρι, φιλαράκος, πρόσωπο, γυναίκα, σύζυγος, ύπαρχος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вскидывать στα ελληνικά - τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
- выкурить στα ελληνικά - τέλος, καπνίζω, καπνοί, περατώνω, τερματισμός, καπνός, τελειώνω, ...
- главенствующий στα ελληνικά - επικάλυψη, συμπλήρωση, συμπληρωματικής κάλυψης, topping, κάλυμμα
- дезинформация στα ελληνικά - παραπληροφόρηση, παραπληροφόρησης, την παραπληροφόρηση, η παραπληροφόρηση, της παραπληροφόρησης
Τυχαίες λέξεις
Супруг στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτομο, άνθρωπος, ταίρι, άνδρας, επανδρώνω, ζευγαρώνω, ζευγάρι, φιλαράκος, πρόσωπο, γυναίκα, σύζυγος, ύπαρχος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός
Μεταφράσεις: άτομο, άνθρωπος, ταίρι, άνδρας, επανδρώνω, ζευγαρώνω, ζευγάρι, φιλαράκος, πρόσωπο, γυναίκα, σύζυγος, ύπαρχος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός