Сырьё στα ελληνικά
Μετάφραση: сырьё, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακρατώ, βασικός, συνδετήρας, κύριος, απόθεμα, πρώτες ύλες, πρώτων υλών, πρώτων υλών που, των πρώτων υλών, τις πρώτες ύλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блондинка στα ελληνικά - ξανθός, ξανθιά, ξανθά, ξανθό, ξανθιά που, ξανθή
- гавана στα ελληνικά - Αβάνα, havana, Αβάνας, της Αβάνας, την Αβάνα
- гипсометрический στα ελληνικά - υψομετρικές, υψομετρικό, υψομετρικής, υψομετρική, υψομετρικών
- естествоиспытатель στα ελληνικά - φιλόσοφος, πανεπιστήμων, φυσιοδίφης, φυσιοδίφη, φυσιολατρικό, φυσιολατρικές, φυσιολατρικός
Τυχαίες λέξεις
Сырьё στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακρατώ, βασικός, συνδετήρας, κύριος, απόθεμα, πρώτες ύλες, πρώτων υλών, πρώτων υλών που, των πρώτων υλών, τις πρώτες ύλες
Μεταφράσεις: παρακρατώ, βασικός, συνδετήρας, κύριος, απόθεμα, πρώτες ύλες, πρώτων υλών, πρώτων υλών που, των πρώτων υλών, τις πρώτες ύλες