Танцорка στα ελληνικά
Μετάφραση: танцорка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορευτής, χορεύτρια, χορευτή, χορεύτριας, χορευτών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззубый στα ελληνικά - αδύναμος, άγευστος, ασθενικός, ανούσιος, ανίσχυρος, φαφούτης, χωρίς δόντια, ...
- вдвоём στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
- горох στα ελληνικά - μπιζέλι, μπιζέλια, αρακάς, τα μπιζέλια, πίσα, αρακά
- ежегодник στα ελληνικά - πρόσοδος, χρονικά, ετήσιος, ετήσιο ημερολόγιο, επετηρίδα, Yearbook, επετηρίδα της, ...
Τυχαίες λέξεις
Танцорка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορευτής, χορεύτρια, χορευτή, χορεύτριας, χορευτών
Μεταφράσεις: χορευτής, χορεύτρια, χορευτή, χορεύτριας, χορευτών