Λέξη: απλοποίηση

Σχετικές λέξεις: απλοποίηση

απλοποίηση λογικών κυκλωμάτων, απλοποίηση τησ ελληνικήσ γραφήσ ζητά ο κύπριοσ ευρωβουλευτήσ μάριοσ ματσάκησ, απλοποίηση της αδειοδότησης τεχνικών επαγγελματικών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων, απλοποίηση κλασμάτων ασκήσεις, απλοποίηση κλασμάτων, απλοποίηση ελληνικήσ γλώσσασ, απλοποίηση κλάσματος, απλοποίηση ριζών, απλοποίηση αλγεβρικών παραστάσεων, απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων

Μεταφράσεις: απλοποίηση

απλοποίηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
simplification, simplify, simplifying, simplification of, simplified

απλοποίηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
simplificación, la simplificación, simplificar, de simplificación, simplificación de

απλοποίηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vereinfachung, Vereinfachung, Vereinfachungs, die Vereinfachung, eine Vereinfachung

απλοποίηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banalisation, simplification, la simplification, simplifier, de simplification, une simplification

απλοποίηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
semplificazione, la semplificazione, di semplificazione, semplificare, una semplificazione

απλοποίηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simplificação, a simplificação, de simplificação, simplificar, da simplificação

απλοποίηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vereenvoudiging, de vereenvoudiging, vereenvoudigen, vereenvoudiging van, een vereenvoudiging

απλοποίηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упрощение, упрощения, упрощением, упрощению, облегчение

απλοποίηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forenkling, forenklingen, forenklings, forenkle, forenklinger

απλοποίηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förenkling, förenkla, förenklings, förenklingen, förenklingar

απλοποίηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pelkistäminen, yksinkertaistus, pelkistys, yksinkertaistaminen, yksinkertaistamista, yksinkertaistamisen, yksinkertaistamisesta, yksinkertaistamiseen

απλοποίηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forenkling, en forenkling, forenklingen, forenkle

απλοποίηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zjednodušení, zjednodušování, zjednodušením, zjednodušit

απλοποίηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upraszczanie, uproszczenie, uproszczenia, uproszczeniem, uproszczeń

απλοποίηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyszerűsítés, egyszerűsítése, egyszerűsítési, egyszerűsítésére, egyszerűsítését

απλοποίηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
basitleştirme, sadeleştirme, basitleştirilmesi, sadeleştirilmesi, bir basitleştirme

απλοποίηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спрощення

απλοποίηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thjeshtim, thjeshtësim, thjeshtimi, thjeshtëzimin, thjeshtëzimi

απλοποίηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опростяване, опростяването, за опростяване, на опростяването

απλοποίηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спрашчэнне, спрашчэньне

απλοποίηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lihtsustus, lihtsustamine, lihtsustamise, lihtsustamist, lihtsustada, lihtsustamiseks

απλοποίηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojednostavljivanje, pojednostavljen, simplifikacija, pojednostavljenje, pojednostavljenja, pojednostavnjenje

απλοποίηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einföldun, einfalda, að einfalda, einföldunar, einföldun því

απλοποίηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
supaprastinimas, supaprastinti, supaprastinimo, supaprastinimą, paprastinimas

απλοποίηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienkāršošana, vienkāršošanu, vienkāršošanas, vienkāršot, vienkāršošanai

απλοποίηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поедноставување, поедноставувањето, упростување, поедноставување на, симплификација

απλοποίηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simplificare, simplificarea, simplificării, de simplificare, o simplificare

απλοποίηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poenostavitev, poenostavitve, poenostavitvi, poenostavitvijo

απλοποίηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zjednodušení, zjednodušenie, zjednodušenia, zjednodušiť, zjednodušeniu
Τυχαίες λέξεις