Тлеть στα ελληνικά
Μετάφραση: тлеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθορά, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, λάμψη, παρακμή, σαπίζω, παρακμάζω, υποκαίω, σιγοκαίω, σιγοκαούν, smolder, σιγοκαίει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безостановочно στα ελληνικά - χωρίς σταθμό, απευθείας, ασταμάτητα, nonstop, ασταμάτητη
- бестолковщина στα ελληνικά - σύγχυση, κυκεώνας, παραζάλη, φασαρία, πάθηση, αταξία, βλακείες, ...
- волюта στα ελληνικά - σπείρα, ελικοειδούς τμήματος, σαλίγκαρο, σαλίγκαρου, ελικωτός
- ганглий στα ελληνικά - γάγγλιο, γαγγλίου, γαγγλίων, γαγγλιακών, γαγγλιακά
Τυχαίες λέξεις
Тлеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθορά, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, λάμψη, παρακμή, σαπίζω, παρακμάζω, υποκαίω, σιγοκαίω, σιγοκαούν, smolder, σιγοκαίει
Μεταφράσεις: φθορά, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, λάμψη, παρακμή, σαπίζω, παρακμάζω, υποκαίω, σιγοκαίω, σιγοκαούν, smolder, σιγοκαίει