Λέξη: αχθοφόρος

Σχετικές λέξεις: αχθοφόρος

επαγγελμα αχθοφόρος, αχθοφόρος συνωνυμα, αχθοφόρος λεξικο, αχθοφόρος translation, αχθοφόρος τι σημαινει

Συνώνυμα: αχθοφόρος

αυτός που ανυψώνεται, σηκώνων, porter, θυρωρός, σκευοφόρος, χαμάλης

Μεταφράσεις: αχθοφόρος

αχθοφόρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
porter, heaves, heaver, a porter

αχθοφόρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
portero, conserje, mozo, Porter, portero de, porteador

αχθοφόρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
portier, gepäckträgerin, gepäckträger, pförtner, warme, warmer, Gepäckträger, Portier, porter, Pförtner

αχθοφόρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
portefaix, porteur, concierge, portier, facteur, chasseur, porter, de Porter

αχθοφόρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
facchino, portinaio, portiere, porter, portineria

αχθοφόρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
porteiro, entrada, carregador, Porter, portador, portaria

αχθοφόρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
portier, conciërge, porter, kruier, afgifte, drager

αχθοφόρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
носитель, швейцар, грузчик, портье, портер, носильщик, Портер, привратник

αχθοφόρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
portner, portier, porter, tjener, hotelltjener, portneren, havn

αχθοφόρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
portvakt, porter, portier, bärare, vaktmästare

αχθοφόρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ovivahti, portteri, porter, kantaja, vahtimestari, portterin

αχθοφόρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drager, portier, porter, Portør, Portvakt

αχθοφόρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
domovník, nosič, porter, vrátný, portýr, vrátná

αχθοφόρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tragarz, dozorca, portier, porter, odźwierny, portiera

αχθοφόρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szalonkocsi-pincér, hálókocsi-kalauz, hordár, Porter, portás, kapus, portást

αχθοφόρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapıcı, hamal, porter, bekçisi

αχθοφόρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передвісники, портьє, портье

αχθοφόρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
portier, hamall, derëtar, portier i, Porter

αχθοφόρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
портер, хамалин, портиер, Портър, портиерна

αχθοφόρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парцье, швейцара, і парцье

αχθοφόρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pakikandja, porter, portjee, õlu, uksehoidja

αχθοφόρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nosač, stražar, nosac, nosilac, vratar, pratilac, porter, Portera, portir

αχθοφόρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dyravörður, Porter, Burðarmaður, Móttakan, Brúðkaupsþjónusta Burðarmaður, Hraðbanki

αχθοφόρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
durininkas, porteris, Porter, portjė, nešikas

αχθοφόρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šveicars, porteris, porter, durvju sargs, portera

αχθοφόρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Портер, вратарот, носач, Porter, хамалин

αχθοφόρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
portar, hamal, porter, portar de, Porter a

αχθοφόρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
portir, postrešček, vrátná, porter, temno pivo, Vrba, črno pivo, nošenja prtljage

αχθοφόρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrátnik, porter
Τυχαίες λέξεις