Толкач στα ελληνικά
Μετάφραση: толкач, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραμματόσημο, χαρτόσημα, ρυμουλκά, ωστικό, ωστικά, ωθητήρα, ωθητή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апробация στα ελληνικά - παραδοχή, έγκριση, επιδοκιμασία, επιδοκιμασίας, έγκρισή, approbation, επιδοκιμασίες
- возлежание στα ελληνικά - θητεία, του υφιστάμενου προμηθευτή, υφιστάμενου προμηθευτή, παρουσία του υφιστάμενου προμηθευτή, κατοχή αξιώματος
- впутывать στα ελληνικά - περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω, εμπλέκομαι, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, ...
- едок στα ελληνικά - καταναλωτής, τρώγων, τρώει, eater, τρώγοντες, τρώγοντα
Τυχαίες λέξεις
Толкач στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραμματόσημο, χαρτόσημα, ρυμουλκά, ωστικό, ωστικά, ωθητήρα, ωθητή
Μεταφράσεις: γραμματόσημο, χαρτόσημα, ρυμουλκά, ωστικό, ωστικά, ωθητήρα, ωθητή