Λέξη: καπνοί

Σχετικές λέξεις: καπνοί

καπνοί για στριφτό, καπνοί στριφτού, καπνοί drum, καπνοί στριφτού τιμές, καπνοί στριφτού συσκευασμένοι, καπνοί τσιγάρων, καπνοί ναργιλέ, καπνοί snuff, καπνοί old holborn, καπνοί στριφτού τσιγάρου

Μεταφράσεις: καπνοί

καπνοί στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
smoke, fumes, smokes, tobaccos

καπνοί στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humo, humear, fumar, humos, Los humos, Vapores, Los vapores, Los gases

καπνοί στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
marihuana, qualmen, schwaden, rauch, qualm, dunst, nikotinsucht, rauchen, Dämpfe, Abgase, Rauch, Dämpfen, Fumes

καπνοί στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
smoking, fumons, tabagisme, exhalaison, fumer, marihuana, boucaner, griller, fument, fumez, fumée, fumées, Les fumées, vapeurs, émanations, des fumées

καπνοί στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fumare, fumo, vapore, Gas di scarico, fumi, fumi di, I fumi

καπνοί στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sorrir, vapores, fumo, fumaça, sorriso, tabagismo, fumar, fumos, Fumes, Emanações, Gases, Os fumos

καπνοί στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rook, smoken, damp, roken, nicotineverslaving, uitwaseming, dampen, De dampen, Uitlaatgas

καπνοί στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покурить, курить, коптить, коптеть, жечь, дым, чадить, курение, окуривать, дымиться, прокоптить, дымить, копоть, начадить, выкурить, выкуривать, чад, Пары, Испарения, Дым

καπνοί στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ryke, røyke, røyk, røyking, os, damp, gasser, damper, Dampene

καπνοί στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ryka, rökning, röka, rök, ångor, rökgaser, ångor som, Avgaser

καπνοί στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
savu, savustaa, polttaa, höyrytä, savuttaa, tupakoida, höyry, savuta, tupakointi, Höyryt, huuruja, Katkut, Katkut ovat

καπνοί στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
røg, ryge, Dampe, dampene, Røggasser

καπνοί στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dým, udit, kouř, kouřit, dýmat, čadit, vyudit, čoudit, Výpary, Kouř, páry, Dýmy, Spaliny

καπνοί στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podkurzać, palić, dymić, zadymienie, wędzić, śmierdzieć, kopcić, filować, odpalenie, kopeć, okopcić, dym, palenie, opary, dymy, spaliny, dymów, oparów

καπνοί στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szivar, cigarettázás, szívnivaló, pipázás, Fumes, füstök, füstöket fejlesztve, Gőzök a

καπνοί στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
duman, buhar, Duman, dumanlar, dumanı, buharlar, buharları

καπνοί στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дим, димити, коптити, димитися, палити, курити, Чад, Чаду

καπνοί στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tym, tymi, fumes, gazrave, gazrave të

καπνοί στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пушене, дим, Парите, Димът, Изпаренията, на дим, изпарения

καπνοί στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дым, Чад, дзяцей, Чад |

καπνοί στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suits, Aurud, Aur, aurude, aure

καπνοί στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dim, pušiti, cigareta, čađ, para, pare, plinovi, dimovi

καπνοί στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reykur, gufur, gufum, reyk, sjást gufur

καπνοί στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garai, dūmų, Dūmai, Išmetamųjų dujų, i ‰ metamosios dujos

καπνοί στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pīpēt, smēķēt, dūmi, smēķēšana, izgarojumi, tvaiki, izgarojumus, dūmus

καπνοί στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чадот, гасови, испарувања, Гасовите, издувни гасови, пареи

καπνοί στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fumat, Fumul, Vaporii, Gaze arse, fum, Fumurile

καπνοί στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dim, kaditi, hlapi, dimi, dimu

καπνοί στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fajčiť, výpary, pary, výparmi, výparov, výpary tvoria
Τυχαίες λέξεις