Торт στα ελληνικά

Μετάφραση: торт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στυφός, πόρνη, καυστικός, τάρτα, κέικ, πίτα, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Торт στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аукционист στα ελληνικά - δημοπράτης, εκπλειστηριαστή, δημοπράτη, εκπλειστηριαστής, διοργανωτής της δημοπρασίας
  • беспокоится στα ελληνικά - άστατος, ανησυχίες, τις ανησυχίες, ανησυχεί, ανησυχία, ανησυχείτε
  • библиотекарь στα ελληνικά - βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκονόμος, βιβλιοθηκονόμο, βιβλιοθηκονόμου, βιβλιοθηκάριο
  • внутриутробный στα ελληνικά - ενδομήτρια, ενδομήτριας, ενδομήτριες, ενδομητρική, της ενδομήτριας
Τυχαίες λέξεις
Торт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στυφός, πόρνη, καυστικός, τάρτα, κέικ, πίτα, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ