Λέξη: ανοιχτοχέρης

Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης

ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο

Συνώνυμα: ανοιχτοχέρης

γενναιόδωρος, γενναίος, πλουσιοπάροχος, ανοικτοχέρης

Μεταφράσεις: ανοιχτοχέρης

ανοιχτοχέρης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
generous, open-handed

ανοιχτοχέρης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dadivoso, espléndido, generoso, las manos abiertas, manos abiertas, abrir la mano

ανοιχτοχέρης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
generös, freigebig, freigiebig, freizügig, offene Hand

ανοιχτοχέρης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
généreux, magnanime, libéral, large, noble, main ouverte, sur la main, la main ouverte, cœur sur la main

ανοιχτοχέρης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generoso, liberale, open-, aperto, aperta, open, all'aperto

ανοιχτοχέρης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
generoso, liberal, geração, desapegado, de mão aberta, mão aberta, com a mão aberta

ανοιχτοχέρης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwistig, goedgeefs, mild, genereus, scheutig, gul, royaal, vrijgevig, vrijgevige, scheutig is

ανοιχτοχέρης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
большой, великодушный, выдержанный, крепкий, интенсивный, плодородный, добрый, обильный, благородный, изрядный, густой, тороватый, щедрый, щедр

ανοιχτοχέρης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gavmild, rundhåndet, open-, åpen, åpne, med åpen, åpent

ανοιχτοχέρης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
generös, open, Öppna, öppen, öppet

ανοιχτοχέρης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalomielinen, avomielinen, avokätinen, antelias, avulias, jalo

ανοιχτοχέρης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gavmild, open-, åben, open, åbne, åbent

ανοιχτοχέρης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
velkodušný, velkorysý, štědrý, šlechetný

ανοιχτοχέρης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hojny, szlachetny, szczodrobliwy, ofiarny, wielkoduszny, wspaniałomyślny, szczodry

ανοιχτοχέρης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
adakozó, bőkezű, pusztakezes

ανοιχτοχέρης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cömert, eli açık

ανοιχτοχέρης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шляхетний, великодушний, міцний, щедрий, родючий, щедрим

ανοιχτοχέρης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bujar, dorëhapët, dorëhapur

ανοιχτοχέρης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отворена, отворени, отворен, Отворяне форма, открита

ανοιχτοχέρης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчодры, шчодра, бясконца шчодры

ανοιχτοχέρης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
helde, suuremeelne, avatud, lahti, on avatud, open, avada

ανοιχτοχέρης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plemenit, velikodušan, open, otvoren, otvorena, otvoreni, otvorene

ανοιχτοχέρης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
göfugur, örlátur, örvastur

ανοιχτοχέρης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
liberalis

ανοιχτοχέρης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dosnus, Hojny, Szczodry

ανοιχτοχέρης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dāsns, devīgs

ανοιχτοχέρης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отворени, отворена, отворен, со отворен, отворено

ανοιχτοχέρης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
generos, cu mână largă

ανοιχτοχέρης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
open-, odprtem, na odprtem, odprti, odprtega

ανοιχτοχέρης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štedrý, veľkorysý, Christmas, Štědrý
Τυχαίες λέξεις