Трамбовать στα ελληνικά
Μετάφραση: трамбовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πακέτο, εμβολίζω, συσκευάζω, λίμπρα, μάντρα, κατακλύζω, κριάρι, λίβρα, τράπουλα, κοπανίζω, πατικώνω, στουπώνω, εμπήγω, tamp, συμπιέζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоматика στα ελληνικά - αυτοματοποίηση, Αυτοματισμός, αυτομάτων, automatics, Αυτοματισμός για, Αυτοματισμός για το
- вбрасывать στα ελληνικά - ρίχνω, βολή, πετώ, ρίξιμο, επιτελείο, πέταγμα, ρίξει, ...
- высококачественный στα ελληνικά - υψηλής, υψηλού, μεγάλης, υψηλή, υψηλών
- добросердечность στα ελληνικά - ωριμότητα, ωριμότης
Τυχαίες λέξεις
Трамбовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πακέτο, εμβολίζω, συσκευάζω, λίμπρα, μάντρα, κατακλύζω, κριάρι, λίβρα, τράπουλα, κοπανίζω, πατικώνω, στουπώνω, εμπήγω, tamp, συμπιέζεται
Μεταφράσεις: πακέτο, εμβολίζω, συσκευάζω, λίμπρα, μάντρα, κατακλύζω, κριάρι, λίβρα, τράπουλα, κοπανίζω, πατικώνω, στουπώνω, εμπήγω, tamp, συμπιέζεται