Λέξη: μοναχός

Σχετικές λέξεις: μοναχός

μοναχός ιωσήφ, μοναχός μωυσής αγιορείτης, μοναχός παίσιος, μοναχός τραγουδιστής, μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, μοναχός κώστας, μοναχός αρσένιος, μοναχός μωυσής, μοναχός δανιήλ, μοναχός επιφάνιος μυλοποταμινός

Συνώνυμα: μοναχός

μοναχικός, μόνος, ερημικός

Μεταφράσεις: μοναχός

μοναχός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alone, friar, monk, a monk

μοναχός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solitario, solo, solamente, fraile, hermano, fray, monje, frailes

μοναχός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
alleine, allein, einsam, Mönch, Bruder, friar, Mönchs

μοναχός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
seulement, seul, isolé, exclusivement, purement, uniquement, même, solitaire, moine, frère, religieux, cordelier

μοναχός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
solo, unico, isolato, solitario, frate, frati, friar

μοναχός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
só, único, sozinho, isolado, frade, Frei, Friar, Fr., monge

μοναχός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlaten, eenzaam, enig, alleen, louter, monnik, broeder, Friar, frater, pater

μοναχός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исключительно, единственный, единый, уединенный, наедине, монах, брат, Фрайар, Friar

μοναχός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enslig, ensom, alene, friar, munken, tiggermunk, munk

μοναχός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enslig, allena, ensamt, ensam, friar, munk, munken, tiggarmunk, friaren

μοναχός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksin, verraton, ypöyksin, munkki, Friar, Veli, munkin, kerjäläismunkki

μοναχός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alene, munk, Friar, Munken, munk fra, Broder

μοναχός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
toliko, samotný, sám, jedině, výlučně, osamělý, jen, mnich, Friar, bratr, Fráter, mnichem

μοναχός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tylko, jedynie, samotny, samotnie, sam, jedyny, zakonnik, mnich, O., brat, friar

μοναχός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csakis, szerzetes, barát, szerzetest, szerzetesi

μοναχός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalnız, ıssız, keşiş, Friar, rahibi, rahip, rahibim

μοναχός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
один, самотній, сам, виключно, одні, єдиний, монах, чернець

μοναχός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetëm, frat, murg, frati

μοναχός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
монах, отец, брат, Friar

μοναχός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манах, мніх

μοναχός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksi, üksinda, munk, Friar, vend, Kaputsiin, kloostrivend

μοναχός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inokosan, usamljen, sam, osamljen, sami, sama, kaluđer, fra, redovnik, fratar, franjevac

μοναχός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aleinn, eintómur, einn, einsamall, Friar

μοναχός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
singularis, solus, incomitatus, solum

μοναχός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienas, vienuolis, brolis, Zakonnik, Friar, Dominikanin

μοναχός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Friar

μοναχός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
монах, Friar

μοναχός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
izolat, călugăr, calugar, frate, friar, calugarul

μοναχός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sama, sám, sam, redovnik, menih, Kaluđer, Friar, patra

μοναχός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sama, sám, mních, mnich, monk, mnícha

Στατιστικά δημοτικότητας: μοναχός

Τυχαίες λέξεις