Трудолюбивый στα ελληνικά

Μετάφραση: трудолюбивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολύμοχθος, βιομηχανία, εργατικός, επιμελής, κοπιαστικός, σκληρή εργασία, σκληρής εργασίας, εργάζονται σκληρά, από σκληρή εργασία
Трудолюбивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боксёр στα ελληνικά - πυγμάχος, μπόξερ, μποξέρ, boxer, πυγμάχο
  • вестминстер στα ελληνικά - Westminster, Γουέστμινστερ, του Westminster, το Westminster, Γουεστμίνστερ
  • вскинуть στα ελληνικά - τραντάζω, κάνω εμετό, εξεμώ, ξερνώ, εμετό, ρίξει επάνω
  • высунуть στα ελληνικά - προωθώ, εξέχω, σπρώχνω, σπρώξιμο, προάγω, ραβδί, Stick, ...
Τυχαίες λέξεις
Трудолюбивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολύμοχθος, βιομηχανία, εργατικός, επιμελής, κοπιαστικός, σκληρή εργασία, σκληρής εργασίας, εργάζονται σκληρά, από σκληρή εργασία