Λέξη: απόκρυφος

Σχετικές λέξεις: απόκρυφος

απόκρυφος συνώνυμα, απόκρυφος λεξικο, απόκρυφος κόσμος

Συνώνυμα: απόκρυφος

αινιγματικός, εσωτερικός, μυστικός, απόρρητος, σκοτεινός, δυσνόητος

Μεταφράσεις: απόκρυφος

απόκρυφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
occult, arcane, apocryphal, recondite, cryptic, esoteric, Mystic

απόκρυφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apócrifo, oculto, recóndito, recóndita, recónditos, recondite, recónditas

απόκρυφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geheim, verborgen, versteckt, unecht, geheimnisvoll, okkult, abstrus, recondite, verborgenen, recondita, abstrusen

απόκρυφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
occulte, secret, furtif, clandestin, mystique, mystérieux, apocryphe, abscons, abstrus, obscur, abstruse, recondite

απόκρυφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
segreto, apocrifo, recondito, recondita, recondite, reconditi

απόκρυφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ocasional, ocultar, arcano, recôndito, recôndita, recondite, recônditos, recóndito

απόκρυφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
occult, diepzinnig, verborgen, diepzinnige, doorgronden, te doorgronden

απόκρυφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подспудный, темный, апокрифический, скрытый, загадочный, сокровенный, заумный, оккультный, тайный, недостоверный, таинственный, неканонический, малопонятный

απόκρυφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hemmelig, recondite

απόκρυφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dunkel, svårfattlig

απόκρυφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salamyhkäinen, hämäräperäinen, salainen, vaikeatajuinen

απόκρυφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
recondite

απόκρυφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skrytý, apokryfický, tajný, apokryfní, podvržený, tajemný, okultní, nepravý, těžko srozumitelný

απόκρυφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tajemny, apokryficzny, okultystyczny, tajemniczy, sekretny, zawiły, niezrozumiały, mało znany

απόκρυφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
okkult, koholt, apokrif, rejtélyes, homályos, elvont, rejtelmes

απόκρυφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gizli, saklı, derin, recondita, çapraşık, recondite

απόκρυφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неканонічний, таємний, апокрифічний, прихований, недостовірний, малозрозумілий, малозрозуміла, малозрозумілій

απόκρυφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i errët, i vështirë, i paqartë, errët, paqartë

απόκρυφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тайния, неясен, скрит, таен, неизвестен, отвлечен

απόκρυφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малазразумелай, мала зразумелае, малазразумелыя, малазразумелую, малазразумела

απόκρυφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
müstiline, salajane, recondite

απόκρυφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tajanstven, mističan, skriven, mračan, nejasan, potajan, recondita

απόκρυφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
recondite

απόκρυφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesuprantamas, Miglotas, nelabai žinomas, Nesuprantama, Mažai žinoma

απόκρυφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesaprotams, neskaidrs, tumšs

απόκρυφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
recondite

απόκρυφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
misterios, ascuns, obscur, recondite, nerațional, obscure

απόκρυφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
okultní, recondite

απόκρυφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
apokryfický, okultní, skrytý, skryté
Τυχαίες λέξεις