Увольнять στα ελληνικά

Μετάφραση: увольнять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεάν, απαλλάσσω, εκκρίνω, απελευθερώνω, άφεση, χειραφετώ, απαλλαγμένος, εξαγοράζω, συγχωρώ, δημοσιεύω, δικαιολογία, απολύω, εκτοπίζω, αυτεξούσιος, πληρωμή, ανακουφίζω, απολύσουν, απολύσει, να απολύσουν, να απολύσουν τους, απολύσουν τους
Увольнять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • байдарка στα ελληνικά - κανό, κουπί, καγιάκ, kayak, το καγιάκ, του καγιάκ
  • верхушечный στα ελληνικά - κορυφής, κορυφαία, κορυφαίο, ακραία, ακραίο
  • выучка στα ελληνικά - τέχνη, επιδεξιότητα, εκπαίδευση, σχολείο, προπονούμενος, ικανότητα, φιλοτεχνία, ...
  • галл στα ελληνικά - Γαλάτης, Γαλατία, Γαλατίας, Gaul, Γαλάτη
Τυχαίες λέξεις
Увольнять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεάν, απαλλάσσω, εκκρίνω, απελευθερώνω, άφεση, χειραφετώ, απαλλαγμένος, εξαγοράζω, συγχωρώ, δημοσιεύω, δικαιολογία, απολύω, εκτοπίζω, αυτεξούσιος, πληρωμή, ανακουφίζω, απολύσουν, απολύσει, να απολύσουν, να απολύσουν τους, απολύσουν τους