Λέξη: επιδοκιμασία

Σχετικές λέξεις: επιδοκιμασία

επιδοκιμασία λεξικο, επιδοκιμασία ετυμολογία

Συνώνυμα: επιδοκιμασία

χειροκροτήματα, επευφημία, έγκριση, κύρωση, επικύρωση, όψη, φυσιογνωμία, υποστήριξη, έκφραση, ενθάρρυνση, έπαινος, σύσταση

Μεταφράσεις: επιδοκιμασία

επιδοκιμασία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
endorsement, approbation, applause, approval, countenance, commendation

επιδοκιμασία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
respaldo, aprobación, aplausos, aplauso, los aplausos, el aplauso, un aplauso

επιδοκιμασία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genehmigung, billigung, zusatz, vermerk, zustimmung, übertragung, bestätigung, befürwortung, Applaus, Beifall, applause

επιδοκιμασία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agrément, soutien, endossement, appui, adoption, louange, approbation, mention, protection, citation, avenant, assentiment, éloge, applaudissement, applaudissements, des applaudissements, les applaudissements, d'applaudissements

επιδοκιμασία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
approvazione, applausi, applauso, tunnel, plauso, gli applausi

επιδοκιμασία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
endosso, endossado, aplauso, aplausos, palmas, o aplauso, os aplausos

επιδοκιμασία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedkeuring, endossement, giro, applaus, bijval, het applaus, toejuiching

επιδοκιμασία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
одобрение, согласие, жиро, подтверждение, апробация, санкция, индоссамент, поддержка, аплодисменты, аплодисментов, аплодисментами, овации

επιδοκιμασία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bifall, applaus, applausen, applauderer

επιδοκιμασία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
applåder, applåd, applåderna, bifall

επιδοκιμασία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyväksyntä, hyväksyminen, suosionosoitukset, aplodit, Suosionosoituksia, taputuksia, Applause

επιδοκιμασία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bifald, klapsalver, bifaldet, applaus

επιδοκιμασία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souhlas, pochvala, schválení, podpora, potlesk, aplaus, potlesku, potleskem, Applause

επιδοκιμασία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
adnotacja, aprobata, uznanie, indos, pochwała, poparcie, żyro, oklaski, aplauz, brawa, oklasków

επιδοκιμασία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
forgatmányozás, hozzájárulás, taps, tapsot, tapsol

επιδοκιμασία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alkış, alkışlar, Applause, alkışlarla, bir alkış

επιδοκιμασία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потвердження, санкція, згоду, згода, апробація, злагода, схвалення, індосамент, оплески, аплодисменти

επιδοκιμασία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
duartrokitje, duartrokitjet, duartrokitja, duartrokitjet e, duartrokitje të

επιδοκιμασία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одобрение, аплодисменти, Ръкопляскания, овации, аплодисментите, овациите

επιδοκιμασία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апладысменты, воплескі, аплядысмэнты

επιδοκιμασία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heakskiit, toetusavaldus, aplaus, aplausi, applause, aplausiga, Beifall

επιδοκιμασία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odobrenje, potvrda, indosament, pljesak, aplauz, pljeskom, aplauzom, pljesak je

επιδοκιμασία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lófaklapp, er lófaklapp

επιδοκιμασία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plojimai, plojimų, aplodismentai, plojimais

επιδοκιμασία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aplausi, aplausiem, aplausus, applause

επιδοκιμασία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аплауз, аплаузот, аплаузи, ракоплескање, поздравено со аплауз

επιδοκιμασία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aplauze, aplauzele, aplauda, ovații

επιδοκιμασία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ploskanje, aplavz, aplavza, aplavzov, ploskanjem

επιδοκιμασία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
schválení, potlesk, potlesku
Τυχαίες λέξεις