Уговориться στα ελληνικά

Μετάφραση: уговориться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πείθω, τακτοποιώ, κανονίζω, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Уговориться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безобразие στα ελληνικά - παραμόρφωση, ασχημία, ασχήμια, την ασχήμια, ασχήμιας, ασκήμια
  • востоковедческий στα ελληνικά - ανατολικός, ανατολίτικος, Oriental, Ανατολικών, Ανατολίτικο, ανατολίτικη
  • дознаться στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, ανεύρεση, doznatsya
  • досаждать στα ελληνικά - ενοχλώ, ερεθίζω, πικάρω, τσαντίζω, πειράζω, νΕΧ
Τυχαίες λέξεις
Уговориться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πείθω, τακτοποιώ, κανονίζω, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για