Λέξη: αφοπλισμός

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμός

αφοπλισμόσ του ελασ, αφοπλισμός του ελασ (βάρκιζα 1945), αφοπλισμός αστυνομίας, πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, αποκλεισμός συνώνυμα

Μεταφράσεις: αφοπλισμός

αφοπλισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disarmament, disarming, disarm, disarmament of

αφοπλισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desarme, el desarme, de desarme, del desarme, al desarme

αφοπλισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abrüstung, Abrüstung, Entwaffnung, Abrüstungs, der Abrüstung, die Abrüstung

αφοπλισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désarmement, le désarmement, de désarmement, du désarmement, au désarmement

αφοπλισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disarmo, il disarmo, di disarmo, del disarmo, al disarmo

αφοπλισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desarmamento, o desarmamento, de desarmamento, do desarmamento, ao desarmamento

αφοπλισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwapening, de ontwapening, ontwapenings-, van ontwapening, ontwapening te

αφοπλισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разоружение, обезоруживание, разоружения, разоружению, по разоружению, разоружении

αφοπλισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avvæpning, nedrustning, nedrustnings, nedrustnings-

αφοπλισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nedrustning, avväpning, nedrustnings, avrustning, nedrustningen

αφοπλισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aseistariisunta, aseistariisuntaa, aseriisuntaa, aseistariisunnan, aseriisunnan

αφοπλισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nedrustning, afvæbning, afrustning, nedrustnings-, afvæbningen

αφοπλισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odzbrojení, odzbrojování, o odzbrojení, pro odzbrojení

αφοπλισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozbrojenie, rozbrojenia, rozbrojeniu, rozbrojeniem, rzecz rozbrojenia

αφοπλισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lefegyverzés, leszerelés, leszerelési, a leszerelés, leszerelést, leszerelésről

αφοπλισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silâhsızlanma, silahsızlanma, silahsızlandırılması, bir silahsızlanma, silahsızlandırma

αφοπλισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роззброєння, роззброювання

αφοπλισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çarmatim, çarmatimi, çarmatimin, çarmatimit, për çarmatim

αφοπλισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разоръжаване, разоръжаването, за разоръжаване, на разоръжаване

αφοπλισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раззбраенне, раззбраеньне

αφοπλισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
desarmeerimine, desarmeerimise, desarmeerimist, desarmeerimis-, desarmeerimisele

αφοπλισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razoružanje, razoružanja, razoružavanje, za razoružanje, akcije u pogledu razoružanja

αφοπλισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afvopnun

αφοπλισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusiginklavimas, nusiginklavimo, nusiginklavimą, nusiginklavimui, nusiginklavimu

αφοπλισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atbruņošanās, atbruņošana, atbruņošanos, atbruĦošanās, atbruņošanu

αφοπλισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разоружување, разоружувањето, за разоружување, разоружување на

αφοπλισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezarmare, dezarmarea, dezarmării, de dezarmare, a dezarmării

αφοπλισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razorožitev, razoroževanje, razorožitvi, razorožitve, razorožitvijo

αφοπλισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odzbrojenie, odzbrojenia, odzbrojení, odzbrojovania, odzbrojeniu
Τυχαίες λέξεις