Управлять στα ελληνικά

Μετάφραση: управлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απονέμω, κανόνας, μεταχειρίζομαι, διοικώ, δεξιοτέχνης, εγχειρίζω, σκηνοθετώ, διέπω, ξεναγώ, χορηγώ, εφαρμόζω, χειρίζομαι, μόλυβδος, οδηγός, χερούλι, λουρί, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Управлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атомность στα ελληνικά - ατομικότητα, ατομικότητας, την ατομικότητα, η ατομικότητα, της ατομικότητας
  • вкрадчивый στα ελληνικά - φίνος, απαλός, άνοστος, εκλεπτυσμένος, στιλπνός, λεπτός, λιπαρός, ...
  • грунтовать στα ελληνικά - γη, έδαφος, προσαράσσω, κηλίδα, στυπώματος, στύπωμα, κηλίδος, ...
  • грязниться στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, μολύνει τον εαυτό του, μολύνει τον εαυτό, να μολύνει τον εαυτό
Τυχαίες λέξεις
Управлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απονέμω, κανόνας, μεταχειρίζομαι, διοικώ, δεξιοτέχνης, εγχειρίζω, σκηνοθετώ, διέπω, ξεναγώ, χορηγώ, εφαρμόζω, χειρίζομαι, μόλυβδος, οδηγός, χερούλι, λουρί, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε