Λέξη: προσωποποιώ
Συνώνυμα: προσωποποιώ
υποδύομαι, εκπροσωπώ, καθιστώ προσωπικόν
Μεταφράσεις: προσωποποιώ
προσωποποιώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
personify, impersonate, personalize
προσωποποιώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encarnar, personificar, imitar, suplantar, hacerse pasar, hacerse pasar por
προσωποποιώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
imitieren, nachahmen, verkörpern, auszugeben, ausgeben
προσωποποιώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personnifier, personnifient, personnifiez, personnifions, personnaliser, matérialiser, imiter, se faire passer pour, passer pour, usurper l'identité
προσωποποιώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
personificare, impersonare, rappresentare, spacciarsi, spacciarsi per, impersonate
προσωποποιώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
personificar, representar, passar, passar por, impersonate
προσωποποιώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verpersoonlijken, vertolken, imiteren, voordoen als, zich voordoen als
προσωποποιώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
персонифицировать, воплотить, олицетворять, воплощать, выдавать себя, выдавать себя за, выдавать, выдать себя
προσωποποιώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ligne, utgi, etterligne, utgi deg, etterlikne
προσωποποιώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
personifiera, imitera, uppträda, uppträda som, likna
προσωποποιώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkilöityä, henkilöidä, imitoida, matkia, esiintyä, tekeytyä, matkimaan
προσωποποιώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udgive, efterligne, udgive dig, udgive dig for, udgive sig
προσωποποιώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zosobňovat, ztělesnit, ztělesňovat, zosobnit, imitovat, napodobovat, vydávat se
προσωποποιώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uosabiać, personifikować, ucieleśniać, podszywać się pod, podszywać, podszyć
προσωποποιώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtestesít, megszemélyesíteni, adja ki magát, megszemélyesítsen
προσωποποιώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taklit etmek, taklit, kimliğine bürünmek, almasına, özelliklerini almasına
προσωποποιώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видавати себе, виказувати себе, вдавати з себе
προσωποποιώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bëhem si, luaj rolin, bëhem, të bëhem, luaj rolin e
προσωποποιώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
представям, олицетворявам, представяте за, се представяте за, да се представяте
προσωποποιώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выдаваць сябе
προσωποποιώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kehastama, kehastamiseks, kehastada, esinema, Imitoida
προσωποποιώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
personificirati, oličavati, utjeloviti, predstavljati, predstavljati kao, imitirati, lažno predstavljati
προσωποποιώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líkja, túlka, líkja eftir, þykjast, þykjast vera
προσωποποιώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsimesti, pamėgdžioti, dėtis, apsimesti kitu, neapsimesite
προσωποποιώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzdoties, uzdoties par, uzdotos par, personificēt, tēlot
προσωποποιώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имитира, го имитира, претставувате, игра улогата, игра улогата на
προσωποποιώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
juca rolul, imita, se dea drept, dea drept, da drept
προσωποποιώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izdajali, poosebiti, poosebljanje, Utjeloviti, oponašati
προσωποποιώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stelesňovať, stelesniť, realizáciu a, stelesňovať v, vnášať
Τυχαίες λέξεις