Утаптывать στα ελληνικά

Μετάφραση: утаптывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσαλαπατώ, ισοπεδώνω, βήμα, πατημασιά, ισιώνω, ποδοπατούν, ποδοπατούσε κάτω από, ποδοπατούσε κάτω από τη
Утаптывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алфавитный στα ελληνικά - αλφαβητικός, κατά αλφαβητική σειρά, αλφαβητικά, αλφαβητική
  • выцедить στα ελληνικά - βασανιστήριο, μέγγενη, φίλτρο, ράφι, κρησαρίζω, διηθώ, σχάρα, ...
  • глазной στα ελληνικά - οφθαλμικός, οφθαλμική, οφθαλμικής, οφθαλμικών, οφθαλμικές
  • деревня στα ελληνικά - εξοχή, χωριό, πατρίδα, οικισμός, χώρα, χωριού, village, ...
Τυχαίες λέξεις
Утаптывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, ισοπεδώνω, βήμα, πατημασιά, ισιώνω, ποδοπατούν, ποδοπατούσε κάτω από, ποδοπατούσε κάτω από τη