Λέξη: μόδα
Σχετικές λέξεις: μόδα
μόδα παπούτσια καλοκαίρι 2014, μόδα και νέοι, μόδα βικιπαίδεια, μόδα για παχουλές, μόδα καλοκαίρι 2014, μόδα ανοιξη 2014, μόδα παπούτσια 2014, μόδα 2014, μόδα έκθεση, μόδα άνοιξη καλοκαίρι 2014, μόδα 2012, μόδα 2013
Συνώνυμα: μόδα
λατρεία, είδος λατρείας, τρέλα, τρόπος, συρμός, τρόπος διαμόρφωσης
Μεταφράσεις: μόδα
μόδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trend, fashion, vogue
μόδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
moda, modo, giro, tendencia, uso, manera, la manera, la moda, de moda
μόδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tendenz, trend, mode, art, weise, richtung, Mode, Weise, Art und Weise, fashion
μόδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
habitude, direction, usage, manière, vogue, attrait, façon, tendance, coutume, inclinaison, style, façonner, sens, propension, pratique, mode, la mode, Fashion
μόδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trend, moda, modo, voga, foggia, tendenza, maniera, di modo, di moda, della moda
μόδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moda, tendências, costume, fascinante, maneira, forma, de moda, da forma, fashion
μόδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trant, tendens, strekking, manier, trend, stroming, wijze, richting, mode, wijs, modus, fashion
μόδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выделывать, веяние, способ, фасонировать, изменение, фасон, ход, устремленность, до, мода, движение, покрой, моделировать, стиль, манера, вид, моды, способа, Fashion, Одежда и обувь
μόδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mote, tendens, måte, retning, fashion, favoritt
μόδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
riktning, mode, dana, Fashion, sätt
μόδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
trendi, muoto, tendenssi, suuntaus, tapa, kääntää, kyhätä, muoti, kehityslinja, muodostaa, tavalla, Muotia, muodin, fashion
μόδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tendens, mode, måde, tilbøjelighed, facon, fashion, vis
μόδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
střih, podoba, způsob, směr, sklon, tvar, zpracovat, druh, móda, zvyk, návyk, styl, módní, Fashion, prehlidkove, módy
μόδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykończać, zwyczaj, moda, fason, fasonować, styl, wzór, skłonność, kształtować, tendencja, dążyć, kierunek, dążność, Fashion, mody, Modne
μόδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
trend, áramlat, divat, módon, a divat, divatot, divatos
μόδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meyil, usul, tarz, şekil, eğilim, moda, fashion, Modası
μόδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фасон, стиль, мода, тенденція, модний, напрям, спосіб, тренд
μόδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
moda, mënyrë, modë, Moda, modës, Fashion
μόδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тенденция, мода, начин, модата, модна, моден
μόδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мода
μόδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kippuma, kalduma, komme, moejoon, laad, mood, moe, fashion, viisil
μόδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagib, pravac, moda, naklonost, modne, modu, stil, modna, podesiti, trend, modni, Fashion
μόδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tíska, tísku, Fashion, hátt
μόδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kryptis, būdas, mada, stilius, polinkis, tendencija, maniera, mados, Fashion, madų
μόδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maniere, paņēmiens, virziens, mode, tendence, tieksme, fasons, veids, modes, Fashion
μόδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мода, модата, моден, модни, модна
μόδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mod, modă, moda, de moda, modei
μόδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trend, moda, móda, fashion, mode, modna, modni
μόδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trend, móda