Утвердить στα ελληνικά
Μετάφραση: утвердить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκρίνω, προσαράσσω, επικυρώνω, κράτος, κρατίδιο, διεκδικώ, βεβαιώνω, ιδρύω, βάθρο, καθιερώνω, διαβεβαιώνω, ευτελής, επιβεβαιώνω, γη, επιβάλλω, υποστηρίζω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антоний στα ελληνικά - Αντώνιος, Anthony, Αντωνίου, Αντώνης, Ο Anthony
- водоем στα ελληνικά - λιμνούλα, πηγάδι, λοιπόν, λεκάνη, αναβλύζω, δεξαμενή, καλά, ...
- вонючка στα ελληνικά - κουνάβι, παλιάνθρωπος, Skunk, μεφιτίδων, μεφίτιδα, Το Skunk
- двучленный στα ελληνικά - δυαδικός, διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
Τυχαίες λέξεις
Утвердить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκρίνω, προσαράσσω, επικυρώνω, κράτος, κρατίδιο, διεκδικώ, βεβαιώνω, ιδρύω, βάθρο, καθιερώνω, διαβεβαιώνω, ευτελής, επιβεβαιώνω, γη, επιβάλλω, υποστηρίζω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Μεταφράσεις: εγκρίνω, προσαράσσω, επικυρώνω, κράτος, κρατίδιο, διεκδικώ, βεβαιώνω, ιδρύω, βάθρο, καθιερώνω, διαβεβαιώνω, ευτελής, επιβεβαιώνω, γη, επιβάλλω, υποστηρίζω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει