Λέξη: σβέλτος
Σχετικές λέξεις: σβέλτος
ξενοδοχείο σβέλτος, σβέλτος λιοσιων, σβέλτος γερακας, ο σβέλτος
Συνώνυμα: σβέλτος
ευκίνητος, ζωηρός, άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, έτοιμος για δράση, καθάριος, κομψός, περιποιημένος, φίνος, της μόδας, δηκτικός, τσουχτερός, δραστήριος, τσαχπίνης, λυγερός, ευλύγιστος, κινητός, εύστροφος, λυγερή, λεπτός
Μεταφράσεις: σβέλτος
σβέλτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deft, agile, lissome, spry, lissom, nippy, natty
σβέλτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ágil, diestro, hábil, ligero, lissome, grácil
σβέλτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschickt, wendig, flink, gewandt, beweglich, geschmeidig, lissome, geschmeidigen, geschmeidige, geschmeidiger
σβέλτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
preste, adroit, subtil, leste, prompt, alerte, agile, habile, souple, lissome
σβέλτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lesto, destro, agile, abile, lissome, flessuoso, flessuosa, svelto
σβέλτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animado, vivo, jeitoso, alerta, hábil, ágil, lissome
σβέλτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rap, tierig, vief, levendig, handig, vaardig, bedreven, vlug, lenig, opgewekt, behendig, kwiek, wakker, kras, bekwaam, druk, lissome, buigzaam
σβέλτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беглый, ловкий, подвижной, проворный, изворотливый, подвижный, оборотистый, поворотливый, верткий, быстрый, искусный, находчивый, живой, расторопный, прыткий, гибкий
σβέλτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hendig, flink, lissome
σβέλτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
händig, skicklig, vig, flink, pigg, BÖJLIG, SMIDIG, VIG
σβέλτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eloisa, näppärä, pirteä, sukkela, kerkeä, vikkelä, ripeä, kätevä, taitava, terhakka, notkea, ketterä, solakka
σβέλτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lissome
σβέλτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čilý, bystrý, zručný, hbitý, obratný, šikovný, agilní, mrštný, živý, svižný, pružný, křehký
σβέλτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawny, zręczny, zwinny, udatny, zgrabny, składny, smukły
σβέλτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fürge, ruganyos, hajlékony
σβέλτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
becerikli, çevik, atik, lissome, kıvrak
σβέλτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спритний, гнучкий, гнучкіший
σβέλτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shkathët, i zhdërvjellët, i hajthëm, zhdërvjellët, hajthëm
σβέλτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подвижен, гъвкав
σβέλτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гнуткі, гібкі, гнуткай
σβέλτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ärgas, vilunud, nobe, liikuv, väle, nõtke, painduv, Ketterä, Notkea, Solakka
σβέλτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brz, vrijedan, hitar, okretan, umješan, spretan, gibak, vitak, savitljiv
σβέλτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lissome
σβέλτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
guvus, vikrus, miklus, Sudėtys, lankstus, Smukły
σβέλτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izveicīgs, žigls, veikls, lokans, ātrs
σβέλτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
lissome
σβέλτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agil, îndemânatic, sprinten, lissome
σβέλτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
agilní, lissome
σβέλτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obratný, agilní, živý, pružný, flexibilný, elastický, elastické
Τυχαίες λέξεις