Ухудшить στα ελληνικά
Μετάφραση: ухудшить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδεινώνω, παραβλάπτω, χειροτερεύω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει
Μεταφράσεις
- бухточка στα ελληνικά - ρεύμα, γωνία, εσοχή, ρυάκι, ορμίσκος, λιμανάκι, όρμο, ...
- вздор στα ελληνικά - αιολική, βούλα, γελοιότητα, βλακείες, κουρδίζω, ταύρος, σκουπίδια, ...
- впечатлительность στα ελληνικά - ευαισθησία, ευπάθεια, impressionability
- греметь στα ελληνικά - κύλινδρος, μπουμπουνίζω, τραντάζω, δριμύτατα, επικρίνω, κυλώ, ψωμάκι, ...
Τυχαίες λέξεις
Ухудшить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδεινώνω, παραβλάπτω, χειροτερεύω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει
Μεταφράσεις: επιδεινώνω, παραβλάπτω, χειροτερεύω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει