Учение στα ελληνικά

Μετάφραση: учение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπουδάζω, προπονούμενος, σπουδές, τριβελίζω, προπόνηση, μαθητεία, μελέτη, σχολείο, γραφείο, τροχός, θεωρία, φιλοσοφία, εκπαίδευση, άσκηση, διδασκαλία, διδασκαλίας, τη διδασκαλία, διδακτικού, διδακτικό
Учение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выдалбливать στα ελληνικά - υπόκωφος, σέσουλα, κούφιος, κοίλος, βαθουλωμένος, σκαρπέλο, τρυπώντας, ...
  • герц στα ελληνικά - χέρτζ, χερτς, Hertz, της Hertz, τη Hertz
  • ежечасно στα ελληνικά - ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
  • забитый στα ελληνικά - φραγμένο, φραγμένα, φράξει, φραγμένες, βουλώσει
Τυχαίες λέξεις
Учение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπουδάζω, προπονούμενος, σπουδές, τριβελίζω, προπόνηση, μαθητεία, μελέτη, σχολείο, γραφείο, τροχός, θεωρία, φιλοσοφία, εκπαίδευση, άσκηση, διδασκαλία, διδασκαλίας, τη διδασκαλία, διδακτικού, διδακτικό