Λέξη: μπαγιάτικος
Συνώνυμα: μπαγιάτικος
μουχλιασμένος
Μεταφράσεις: μπαγιάτικος
μπαγιάτικος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stale, musty, fusty
μπαγιάτικος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
duro, rancio, mohoso, humedad, a humedad, a rancio
μπαγιάτικος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgestanden, fad, altbacken, muffig, muffigen, muffige, muffiger, modrig
μπαγιάτικος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ancien, vieux, sèche, banal, rassis, sec, aride, moisi, de moisi, le moisi, renfermé, le renfermé
μπαγιάτικος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammuffito, stantio, muffa, di muffa, muffi
μπαγιάτικος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
velho, estaca, mofado, cediço, mofo, de mofo, musty
μπαγιάτικος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
muf, adellijk, goor, gortig, benauwd, muffe, vuns, duf
μπαγιάτικος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
черстветь, пошлый, выдохшийся, изнашивать, просроченный, лежалый, плоский, залежалый, спертый, черствый, стоялый, устаревший, моча, избитый, устаревать, залеживаться, затхлый, заплесневелый, затхлым, плесенью, затхлой
μπαγιάτικος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gammel, muggen, mugg, vonde
μπαγιάτικος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smaklös, unken, unket, mögelaktiga, unkna
μπαγιάτικος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väljähtynyt, kusta, tunkkainen, ytimetön, ummehtunut, musty, tunkkaisen, homehtunut
μπαγιάτικος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
muggen, muggent
μπαγιάτικος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
starý, vyschlý, otřepaný, okoralý, plesnivý, zatuchlý, zatuchlé, zatuchlá, zatuchlinou
μπαγιάτικος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zestarzeć, stęchły, zleżały, czerstwy, starzeć, suchy, zwietrzały, stary, banalny, nieświeży, niesmaczny, przestarzały, zatęchły, stęchlizny, zapach stęchlizny
μπαγιάτικος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lapos, poshadt, húgy, elévült, állott, lejárt, dohos, áporodott, dohszagú
μπαγιάτικος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küflü, küf, musty, bir küf
μπαγιάτικος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вивітрілий, несвіжий, сеча, застарівати, затхлий, затхле
μπαγιάτικος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bajat, i mykur, me erë myku, mykur, musty, myku
μπαγιάτικος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мухлясал, плесенясал, остарял, мухлясало, плесенясали
μπαγιάτικος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
затхлы, застаялай, састаялы, прытхлы, затхлую
μπαγιάτικος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kopitanud, musty, läppunud, hallitanud, kopitanud ja
μπαγιάτικος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mokraća, neaktivan, izvjetrio, zagušljiv, banalan, pljesniv, ustajao, pljesniva, musty, ustajali
μπαγιάτικος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
musty
μπαγιάτικος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suplėkęs, supelėjęs, pasenęs, pelėsiais atsiduodantis, jaučiamas pelėsiais atsiduodantis
μπαγιάτικος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
appelējis, musty, garlaicīgs, appelējis stumbrs, ir appelējis stumbrs
μπαγιάτικος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лепливата, мемлив, остарел, мемливите, вршени експериментите
μπαγιάτικος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mucegăit, de mucegai, învechit, prăfuit, încins
μπαγιάτικος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zatohel, zatohlo, zatohlosti, plesniva, musty
μπαγιάτικος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plesnivý, plesnivé, splesnený