Фланкировать στα ελληνικά
Μετάφραση: фланкировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλευρό, πλαγιά, πτέρυγα, πλευρά, λαγόνα, λαγώνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вцепляться στα ελληνικά - κλώσημα, κατάσχω, πιάνω, απομόνωση, καταλαμβάνω, αρπάζω, κρατήστε, ...
- деликатно στα ελληνικά - ωραία, όμορφα, Εξαιρετική, καλά, πολύ καλά
- державка στα ελληνικά - θήκη, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
- дозиметр στα ελληνικά - παρακολουθώ, οθόνη, δοσίμετρο, δοσομετρητής, τοποθέτηση δοσιμέτρων, δοσιμέτρου, δοσίμετρο που
Τυχαίες λέξεις
Фланкировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλευρό, πλαγιά, πτέρυγα, πλευρά, λαγόνα, λαγώνα
Μεταφράσεις: πλευρό, πλαγιά, πτέρυγα, πλευρά, λαγόνα, λαγώνα