Λέξη: σύντομα
Σχετικές λέξεις: σύντομα
σύντομα ανέκδοτα 2013, σύντομα ποιήματα, σύντομα αστεία ανέκδοτα, σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου, σύντομα συνώνυμα, σύντομα αστεία, σύντομα ανέκδοτα, σύντομα στιχάκια, σύντομα κοντά σας, σύντομα ανέκδοτα 2014
Συνώνυμα: σύντομα
γρήγορα, ταχέως, ενωρίς, νωρίς, προσεχώς, εντός ολίγου, βραχέως, συντόμως, εν συντομία, επί του παρόντος, αμέσως
Μεταφράσεις: σύντομα
σύντομα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
soon, briefly, shortly, short, quickly
σύντομα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pronto, luego, antes, poco, pronto se, breve
σύντομα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sobald, gleich, kurz, demnächst, nächstens, bald, früh, schnell, Kürze, rasch
σύντομα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aussitôt, laconiquement, tôt, court, brièvement, succinctement, sitôt, bientôt, incessamment, bref, presque, dès, rapidement, vite
σύντομα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
presto, brevemente, prossimamente, appena, subito, breve, ben presto
σύντομα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
breve, cedo, brevemente, logo, canção, depressa, em breve, rapidamente, mais rapidamente
σύντομα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alras, weldra, dra, welhaast, gauw, haast, spoedig, binnenkort, vlug, vroeg
σύντομα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сжато, бегло, кратко, коротко, незадолго, рано, скоро, вскоре, отрывисто, быстро, охотно, вкратце, резко, мельком, ближайшее, ближайшее время, в ближайшее
σύντομα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snart, mail, fort, raskt, straks
σύντομα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snart, fort, snabbt, kort, inom kort
σύντομα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikaisin, kohta, pian, piakkoin, lyhyesti, heti, nopeasti, kun
σύντομα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snart, hurtigt, hurtigst, snarest, når
σύντομα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záhy, krátce, úsečně, skoro, heslovitě, brzo, zkrátka, brzy, hned, stručně, jakmile, nejdříve, ihned
σύντομα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaraz, zwięźle, krótko, wcześnie, nagle, rychło, wnet, niezadługo, pokrótce, niedługo, niebawem, wkrótce, lakonicznie, szybko
σύντομα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tömören, semhogy, hamar, nemsokára, hamarosan, időn, azonnal
σύντομα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakında, hemen, en kısa sürede, çabuk, kısa süre sonra
σύντομα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стиснуто, рано-рано, стисло, скоро-скоро, швидко, різко, рано, невдовзі, уривчасто, коротко, зрання, скоро, незабаром
σύντομα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkurtimisht, shpejt, shkurt, shpejti, së shpejti, më shpejt, shpejt të
σύντομα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скоро, веднага след
σύντομα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рана, ахвотна, хутка, неўзабаве, скоро, скора
σύντομα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peagi, põgusalt, varsti, lühidalt, kähku, kiiresti, niipea, peatselt
σύντομα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nakratko, ukratko, rano, ubrzo, suho, skoro, uskoro, domalo, oštro, prije, je prije, brzo
σύντομα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bráðlega, bráðum, brátt, fljótlega, fljótt, leið
σύντομα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
breviter, mox
σύντομα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anksti, trumpai, netrukus, greitai, greičiau, tik, kai tik
σύντομα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drīz, agri, ātri, tiklīdz, ātrāk, drīzumā
σύντομα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наскоро, веднаш, набрзо, набргу, скоро
σύντομα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndată, curând, în curând, mai curând, imediat
σύντομα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kmalu, prej, takoj, ko, hitro
σύντομα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skoro, čoskoro, záhy, stručné, rýchlo, onedlho
Στατιστικά δημοτικότητας: σύντομα
Τυχαίες λέξεις