Холм στα ελληνικά

Μετάφραση: холм, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, αύξηση, όρος, ανάχωμα, ορθώνομαι, ανεβαίνω, τούρλα, βουνό, ανατέλλω, ύψος, λόφος, λοφίσκος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ
Холм στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анестезиолог στα ελληνικά - αναισθησιολόγος, αναισθησιολόγο, αναισθησιολόγου, anesthesiologist, τον αναισθησιολόγο
  • высушить στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
  • грызть στα ελληνικά - σπάζω, ρωγμή, ράγισμα, ραγίζω, περιτρώγω, ροκανίζουν, ροκανίζω
  • джип στα ελληνικά - τζιπ, τζίπ, Jeep, με τζιπ, το τζιπ
Τυχαίες λέξεις
Холм στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, αύξηση, όρος, ανάχωμα, ορθώνομαι, ανεβαίνω, τούρλα, βουνό, ανατέλλω, ύψος, λόφος, λοφίσκος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ