Λέξη: προλέγω

Συνώνυμα: προλέγω

προφητεύω, προμαντεύω, προμηνύω, προγιγνώσκω

Μεταφράσεις: προλέγω

προλέγω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
predict, foretell, prognosticate

προλέγω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adivinar, agorar, augurar, predecir, presagiar, pronosticar, vaticinar, prever

προλέγω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorhersagen, voraussagen, vorauszusagen

προλέγω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prophétiser, annoncer, augurer, prédisent, deviner, prédisons, préjuger, entrevoir, pronostiquer, prédire, anticiper, prévoir, présager

προλέγω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaticinare, predire, prevedere, presagire, di predire, predire il

προλέγω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
predeterminar, prefixar, predizer, prever, predizem, foretell, hadas

προλέγω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorzeggen, voorspellen, te voorspellen, waarzeggen, voorspel

προλέγω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прорицать, нагадать, предрекать, пророчить, предсказывать, предусмотреть, предсказать, предсказывают, предвещают

προλέγω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forutsi, spå, foretell, forutsier, å forutsi

προλέγω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spå, förutsäga, förutsäger, se in, förutsade

προλέγω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
enteillä, povata, ennustaa, tietää, ennustavat, foretell, ennustamaan

προλέγω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forudsige, forudsiger, spå, varsle

προλέγω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prorokovat, předvídat, předpovídat, tipovat, předpovědět, předpovídají

προλέγω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przewidzieć, uprzedzać, powróżyć, przewidywać, wywróżyć, przepowiadać, wróżyć, zapowiadać, prorokować, przepowiedzieć

προλέγω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megjövendöl, megjósolni, előre megmondani

προλέγω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kehanette bulunmak, kehanette, habercisi, önceden haber vermek, foretell

προλέγω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проповідницький, передбачати, пророкувати, прогнозувати, передбачити

προλέγω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
profetizoj, parashikojë, të profetizoj, parathem, parathonë

προλέγω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предусещам, предсказвам, предсказват, гадае, да предсказва

προλέγω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прадказваць, прагназаваць

προλέγω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ennustama, ennustada, ette kuulutama

προλέγω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predviđati, proricati, predvidjeti, proreći, predskazati, nagovješćuju

προλέγω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
foretell, spá fyrir, spá fyrir um

προλέγω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išpranašauti, išburti, nuspėti, foretell, Nusimato

προλέγω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
foretell, pareģojumu

προλέγω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претскажуваат, предвести, да претскажуваат, навестува, предвидат

προλέγω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prezice, prezică, prezis, prezic, prevesti

προλέγω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Proreći, napovedujejo, napovedati, napove

προλέγω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predpovedať, predvídať, predpovedajú, predpokladať
Τυχαίες λέξεις