Цепочка στα ελληνικά
Μετάφραση: цепочка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίφερο, υποβάλλω, αλυσίδα, καδένα, χορδή, λιμάρω, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- величественный στα ελληνικά - σεπτός, λαμπρός, άξιος, αύγουστος., στερεός, επιβλητικός, απαίσιος, ...
- гонец στα ελληνικά - αγγελιοφόρος, δρομέας, αθλητής, κήρυκας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, ...
- желтушный στα ελληνικά - πικρόχολος, ικτερική, ικτερικής, ικτερικοί, ίκτερο, ικτερικό
- жёрдочка στα ελληνικά - κούρνια, πέρκα, πέρκας, η πέρκα, κούρνιας
Τυχαίες λέξεις
Цепочка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίφερο, υποβάλλω, αλυσίδα, καδένα, χορδή, λιμάρω, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Μεταφράσεις: πίφερο, υποβάλλω, αλυσίδα, καδένα, χορδή, λιμάρω, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο