Λέξη: φυλακή

Σχετικές λέξεις: φυλακή

φυλακή επιθετο, φυλακή μαλανδρίνου, φυλακή ονειροκρίτης, φυλακή του κολοκοτρώνη, φυλακή δομοκού, φυλακή στο όνειρο, φυλακή του σωκράτη, φυλακή κορυδαλλού, φυλακή έως 1 έτος σε όσους δεν ψηφίσουν στις ευρωεκλογές, φυλακή κολοκοτρώνη

Συνώνυμα: φυλακή

κανάτα, υδρία, στάμνα, φρέσκο, βρίκιο, κοτέτσι, ορνίθι, ειρκτή, ταρσός, αμανάτι, ιγνυακός βόθρος, όπισθεν του γόνατος ίππου, λευκός οίνος, τετράγωνο, σάλος, ταραχή, στενή, πορνείο, ψυγείο, δοχείο ψύξης, ψυκτήρας

Μεταφράσεις: φυλακή

φυλακή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jail, prison, X., Negotium X., a prison

φυλακή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prisión, bote, encarcelar, cárcel, la cárcel, la prisión, prisión de

φυλακή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefängnis, einsperren, kerker, Gefängnis, Gefängnisses, dem Gefängnis

φυλακή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
claquemurer, geôle, écrouer, prison, emprisonner, tôle, cachot, embastiller, incarcérer, la prison, pénitentiaire, emprisonnement, prison de

φυλακή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prigione, galera, imprigionare, carcere, prigione di, della prigione, carcere di

φυλακή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encarcerar, cadeia, prisão, revestimento, jaqueta, prisional, de prisão, da prisão

φυλακή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kerker, nor, gevangenis

φυλακή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
острог, тюрьма, кутузка, тюрьмы, тюрьме, тюремный, тюрьмой

φυλακή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fengsle, fengsel, fengselet, fengsels, fengslet

φυλακή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fängelse, fängelset, fängelser, fängelserna

φυλακή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vankila, vangita, tyrmä, vankilassa, vankilaan, vankilan, vankilasta

φυλακή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fængsel, fængslet, fængsler, fængslerne

φυλακή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vězení, uvěznit, žalář, věznice, vězeňský, vězeňské, vězeňská

φυλακή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uwięzić, więzić, wiezienie, puszka, ciupa, więzienie, więzienny, więzienia, więzieniem, więzieniu

φυλακή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogda, börtön, börtönben, börtönbe, börtönből, börtönbüntetésre

φυλακή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutukevi, cezaevi, hapis, hapishane, prison, cezaevinde

φυλακή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ягуари, в'язниця, тюрма, тюрьма, в`язниця, в'язницю

φυλακή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burgu, burg, e burgut, i burgut, e burgjeve

φυλακή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
затвор, затвора, затворите, тъмница

φυλακή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вастрог, турма, тюрьма, вязьніца

φυλακή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arestimaja, vangla, vanglas, vanglast, vanglasse, vangi

φυλακή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaznionica, uhapsiti, tamnica, zatvor, zatvora, zatvorski, zatvorska, zatvorsko

φυλακή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fangelsi, Prison, fangelsinu, Fangelsið, dýflissu

φυλακή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
carcer

φυλακή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalėjimas, kalėjimo, kalėjimų, kalėjime, laisvės atėmimo

φυλακή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cietums, cietuma, cietumu, cietumā, ieslodzījuma

φυλακή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
затвор, затворот, затворските, затворската, затворски

φυλακή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
închisoare, inchisoare, penitenciar, închisoarea, de închisoare

φυλακή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ječa, kriminál, zapor, prison, zaporniški, zaporih

φυλακή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kriminál, väzenia, väzení, väzenie

Στατιστικά δημοτικότητας: φυλακή

Τυχαίες λέξεις