Mimo στα ελληνικά

Μετάφραση: mimo, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξω, παρελθόν, περασμένος, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
Mimo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • milénium στα ελληνικά - χιλιετηρίδα, χιλιετίας, χιλιετία, Millennium, της Χιλιετίας
  • milý στα ελληνικά - αγαπητός, ωραίος, ακριβός, γκόμενος, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, ...
  • mimochodom στα ελληνικά - από τον τρόπο, με τον τρόπο, από τον τρόπο με, παρεμπιπτόντως, από το δρόμο
  • mimóza στα ελληνικά - μιμόζα, Mimosa, μιμόζας, τη μιμόζα, μιμόζες
Τυχαίες λέξεις
Mimo στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξω, παρελθόν, περασμένος, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται