Λέξη: εξάρθρωση

Σχετικές λέξεις: εξάρθρωση

εξάρθρωση γνάθου, εξάρθρωση ισχίου, εξάρθρωση γονάτου, εξάρθρωση επιγονατίδας, εξάρθρωση δακτύλου, εξάρθρωση σιαγόνας, εξάρθρωση ώμου αποκατάσταση, εξάρθρωση αγκώνα, εξάρθρωση ώμου

Συνώνυμα: εξάρθρωση

συστροφή, στρίψιμο, διάστρεμμα, κλωστή, νήμα εστριμμένο, νευροκαβαλίκεμα, στραγγούλισμα, στραμπούλιγμα

Μεταφράσεις: εξάρθρωση

εξάρθρωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dislocation, sprain, dismantling, dismantle, dismantling of

εξάρθρωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dislocación, luxación, la dislocación, desplazamiento, la luxación

εξάρθρωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
luxation, verrenkung, Luxation, Verrenkung, Versetzungs, Dislokation, Verschiebung

εξάρθρωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dislocation, luxation, déboîtement, la dislocation, dislocations, bouleversements

εξάρθρωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dislocazione, lussazione, la dislocazione, dislocazioni, dislocation

εξάρθρωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luxação, deslocamento, deslocação, deslocamentos, o deslocamento

εξάρθρωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwrichting, dislocatie, verplaatsing, luxatie, dislocaties

εξάρθρωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дислокация, смещение, неурядица, неувязка, перемещение, вывих, расстройство, разлад, нарушение, неполадка, дислокаций, дислокации, дислокационная

εξάρθρωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forvridning, dislokasjon, forskyvning, luksasjon, forskyvningene

εξάρθρωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dislokation, förskjutning, luxation, störningen, störning

εξάρθρωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siirros, siirtymä, sijoiltaanmeno, sijoiltaan, häiriöitä, dislokaation, häiriö

εξάρθρωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dislokation, forstyrrelser, forvridning, forskydning, uro

εξάρθρωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výkrut, vykloubení, rozmístění, narušení, dislokace, dislokaci

εξάρθρωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
burzenie, przemieszczenie, zwichnięcie, dyslokacja, wybicie, dyslokacji

εξάρθρωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kificamodás, kizökkenés, eltolódás, zavar, diszlokáció, ficam, diszlokációval

εξάρθρωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkık, çıkığı, dislokasyon, dislokasyonu, kayma

εξάρθρωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переміщення, неполадка, порушення, розлад, нелад, вивих, звих

εξάρθρωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmbysje, zhvendosja, dislokimi, zhvendosja e, çrregullim

εξάρθρωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изкълчване, дезорганизация, дислокация, объркване, разместване

εξάρθρωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вывіх

εξάρθρωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
segiajamine, nihestus, destabiliseerumise, ümberpaiknemine, ümberasumist

εξάρθρωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dislokacija, iščašenja, dislociranja, relokacija

εξάρθρωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
liðhlaup

εξάρθρωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dislokacija, išnirimas, sutrinka, sutrikdyta, slankstelių dislokacija

εξάρθρωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dislokācija, mežģījums, dislokācijas, skriemeļu dislokācija, dislokāciju

εξάρθρωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дислокација, дислоцирање, дислокацијата, дислокација на, преместувањето

εξάρθρωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dislocare, dislocarea, luxatiei, luxatie, luxație

εξάρθρωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
narušení, pisun, izpah, motenj, motnja, dislokacija, motenj sta

εξάρθρωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
posun, narušení, vykĺbenie, vykĺbeniu, vykĺbenia, vykĺbení, vykĺbenín
Τυχαίες λέξεις