Boj στα ελληνικά

Μετάφραση: boj, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπολεμώ, δράση, διάβημα, αγωνίζομαι, αγώνας, μάχη, αγωγή, επενέργεια, πάλη, Καταπολέμηση, πάλης
Boj στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bog στα ελληνικά - θεός, Θεού, θεό, ο Θεός, του Θεού
  • bogat στα ελληνικά - πλούσιος, ευκατάστατος, εύπορος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
  • bojevat στα ελληνικά - μάχομαι, καταπολεμώ, μάχη, για την καταπολέμηση, για την καταπολέμηση της, για την καταπολέμηση του, την καταπολέμηση της, ...
  • bojkot στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
Τυχαίες λέξεις
Boj στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπολεμώ, δράση, διάβημα, αγωνίζομαι, αγώνας, μάχη, αγωγή, επενέργεια, πάλη, Καταπολέμηση, πάλης