Pramen στα ελληνικά

Μετάφραση: pramen, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοκέλλω, νήμα, κλώνος, πηγή, ακτίνα, δοκός, δέσμη, δέσμης, δοκού
Pramen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • praktik στα ελληνικά - επαγγελματίας, Σύμβουλος, Practitioner, ασκούμενος, Ιατρός
  • praktičnost στα ελληνικά - πρακτικότητα, την πρακτικότητα, πρακτικότητας, η πρακτικότητα, πρακτικούς
  • pranje στα ελληνικά - πλύση, πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
  • praní στα ελληνικά - πλύση, Prana, Πράνα, το prana, η prana, της prana
Τυχαίες λέξεις
Pramen στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοκέλλω, νήμα, κλώνος, πηγή, ακτίνα, δοκός, δέσμη, δέσμης, δοκού