Besitta στα ελληνικά

Μετάφραση: besitta, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, κατέχω, της], έχε, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει
Besitta στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • besiktning στα ελληνικά - επιθεώρηση, επιθεώρησης, ελέγχου, έλεγχο, έλεγχος
  • besinna στα ελληνικά - θεωρώ, αναλογιστούν, σκεφτείς, συλλογιστούν, συλλογιστεί, αναρωτηθεί
  • besittning στα ελληνικά - ιδιοκτησία, κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
  • besk στα ελληνικά - πικρός, δριμύς, πικρή, πικρό, πικρές, πικρά
Τυχαίες λέξεις
Besitta στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, κατέχω, της], έχε, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει