Betjäning στα ελληνικά

Μετάφραση: betjäning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, σέρβις, υπηρεσίας, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
Betjäning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bete στα ελληνικά - δελεάζω, δόλωμα, κράχτης, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
  • beteende στα ελληνικά - συμπεριφορά, φέρσιμο, διεξάγω, διαγωγή, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, ...
  • betona στα ελληνικά - στρες, τόνος, τονίζω, άγχος, πίεση, το άγχος, άγχους
  • betong στα ελληνικά - συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, μπετό, μπετόν, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
Τυχαίες λέξεις
Betjäning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, σέρβις, υπηρεσίας, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών