Enlighet στα ελληνικά
Μετάφραση: enlighet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκατάθεση, συμφωνία, συμμόρφωση, σύμφωνα, βάσει, φωνα
Μεταφράσεις
- enkel στα ελληνικά - άτεχνος, εύκολος, κάμπος, πεδιάδα, ανύπαντρος, μονόκλινος, σκέτος, ...
- enkelhet στα ελληνικά - απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
- enorm στα ελληνικά - πελώριος, τεράστιος, απέραντος, τραγελαφικός, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, ...
- ensam στα ελληνικά - μόνος, απομονωμένος, ασυντρόφευτος, μοναχός, μοναχικός, μόνο, ανύπαντρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Enlighet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, συμφωνία, συμμόρφωση, σύμφωνα, βάσει, φωνα
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, συμφωνία, συμμόρφωση, σύμφωνα, βάσει, φωνα